20100413

Fool

Στην αρχή ήταν το Χάος.

Στο απέραντο ασχημάτιστο τίποτα του Χάους καθόντουσαν. Ήταν ήρεμα και ασφαλή. Ήταν εκεί εικοσιένας και ένας άνθρωποι. Ήταν εκεί όλοι οι άνθρωποι που έχεις μέσα σου. Ήταν εκεί όλοι οι άνθρωποι που θα γνωρίσεις ποτέ σου.

Κάποιος είπε: 'και τώρα?'

Κάποιος άλλος είπε: 'και τώρα τι?'

"Δεν είμαστε υποχρεωμένοι να το κάνουμε."

"Φυσικά και όχι. Εγώ συγκεκριμένα είμαι κατά."

"Λογικό. Δεν έχουμε καμιά ιδέα για το τι θα συμβεί. Εγώ θεωρώ ότι θα υπάρχει πολύς πόνος και ταραχή, και δίχως καλό λόγο."

"Μπορεί όμως να υπάρχει και αγάπη και έρωτας, κι αυτά από μόνα τους να αξίζουν το ταξίδι."

"Μπορεί κάλλιστα να μη συμβεί τίποτα. "

"Μπορεί πράγματι."

"Θα ήταν τελικά ένα άλμα πίστης μεγαλύτερο απ' όσο είναι συνετό να γίνει."

Και οι εικοσιένας επιχειρηματολογούσαν και διαβουλεύονταν, και ζύγιζαν και μετρούσαν. Μόνο ένας, ο ένας που πάντα περίσσευε, που δεν ζητούσαν πάντα την άποψη του, καθόταν σιωπηλός στη γωνιά του.

Και χαμογελούσε.

Κάποιοι δυσανασχέτησαν. "Τί σημαίνει αυτό το χαμόγελο? Τί ξέρει που δεν ξέρουμε?" Και πήγαν και τον ρώτησαν.

Και ο ένας χαμογελούσε.

Και στο χαμόγελο του πλεκόταν η μοίρα του σύμπαντος.

*

Η Μαίρη δεν χαμογελούσε.

Η Μαίρη ήταν τόσο λυπημένη που θα μπορούσε να είναι άρρωστη. Γύρω της οι φίλες της μασουλούσαν ποπκόρν και σχολίαζαν την χαλαρή ταινία που είχαν διαλέξει. Αλλά η Μαίρη δεν μπορούσε να συμμετάσχει. Σκεφτόταν το ταξίδι που είχε να κάνει αύριο.

Δεν έπρεπε να τον είχε φιλήσει.

Στο βάθος των σκέψεων της, στα μικρά διαστήματα που μπορούσε να κάνει πέρα τη λύπη της, ήξερε ότι ο Ορφέας είχε δίκαιο. Δεν υπήρχε νόημα να ταλαιπωρηθούν με μια σχέση από απόσταση- αυτά τα πράγματα δεν δουλεύουν ποτέ. Καλύτερα να γλίτωναν κι οι δυο τους όλο τον πόνο του να βλέπεις τον άνθρωπο σου δυο φορές το μήνα. Καλύτερα να μην υποχρεωθούν σε μία δέσμευση που δεν μπορεί να αποδώσει, ειδικά μεταξύ τους που γνωρίζονται τόσο λίγο. Καλύτερα να έμεναν φίλοι.

Αλλά δεν μπορούσε να σταματήσει να νιώθει έτσι. Δεν μπορούσε να πνίξει τη λύπη της με λογική.

Μια απ' τις φίλες της της πρότεινε την κούπα με τα ποπ κορν. Τσίμπησε μερικά για να απασχολήσει τον εαυτό της.

"Μαιράκι... μην είσαι έτσι...", είπε η φίλη της τραβώντας τα φωνήεντα, όπως κάνουν οι κολλητές σ' αυτές τις περιπτώσεις.

Η Μαίρη χαμογέλασε. Αύριο θα ήταν καλύτερα. Αύριο που θα ήταν πίσω στην πόλη της. Τουλάχιστον στο ταξίδι της είχε πάρει ένα μάθημα για το πως πρέπει να δένεται με τους ανθρώπους. Δε θα ήταν ποτέ ξανά τόσο αφελής και αδύναμη ώστε να ερωτευτεί ένα άτομο που με το ζόρι ήξερε, που ζούσε σε άλλη πόλη. Άλλωστε τί έρωτας είναι αυτός? Οπωσδήποτε μια απερίσκεπτη, παροδική έλξη...

Αλλά είναι τόσο γλυκός...

Έφερε τον εαυτό της στα ίσα. Ήταν πιο ώριμη απ' αυτό. Ίσιωσε την πλάτη της στον καναπέ και προσπάθησε να συγκεντρωθεί στην ταινία.

Το κουδούνι χτύπησε.

"Α, οι πίτσες."
" Τουλάχιστον τις φέρνουν γρήγορα."

Η φίλη της πήγε να ανοίξει την πόρτα. Μετά από λίγο, ξαναγύρισε. Στο πρόσωπο της είχε μια έκφραση που έλεγε ότι κάτι δεν πάει καλά.

Η Μαίρη την είδε. Σε μια σιωπηλή συνεννόηση, οι τρεις γυναίκες κατάλαβαν τι είχε γίνει.

Ήταν αυτός.

Η Μαίρη ένιωσε την καρδιά της να την καταπίνει από μέσα.

Ο Ορφέας μπήκε στο δωμάτιο, και χαιρέτησε τις τρεις κοπέλες. Χωρίς ίχνος απ' αυτό το αναποφάσιστο 'εμμμ' που χρησιμοποιούν τόσο τ' αγόρια σήμερα, στράφηκε προς το μέρος της.

"Πρέπει να σου μιλήσω."

Χωρίς να νιώθει ακριβώς σίγουρη γι' αυτό που συμβαίνει, αντάλλαξε βλέμματα με τις άλλες δύο και πήγε μαζί του στο υπνοδωμάτιο.

"Άκου", της είπε, "ξέρω ότι δεν είναι σωστό να το κάνω αυτό. Ξέρω ότι ήδη πήραμε μια απόφαση, δηλαδή, ξέρω τι σου είπα... αλλά..."

Η Μαίρη τον κοίταζε με το χείλος της να χάσκει. Δε φαινόταν να μπορεί να εκφραστεί. Δεν ήθελε να τον βοηθήσει όμως. Τόσα αντίποινα του άξιζαν.

"Ας κάνουμε μια προσπάθεια. Το ξέρω ότι γνωριζόμαστε πολύ λίγο, ότι θα είναι δύσκολο να βλεπόμαστε τόσο αραιά, αλλά γαμώτο μου, ήρθες μέχρι εδώ για να μου πεις ότι με θέλεις, και είσαι όμορφη και αξιαγάπητη, και πως μπορώ να το πετάω αυτό?... Και στην τελική... Ακόμα κι αν δε δουλέψει... Ποιος νοιάζεται? Πόσες κανονικές σχέσεις δουλεύουνε?"

Ο Ορφέας την κοίταζε στα μάτια. Χαμογέλασε και έκρυψε το πρόσωπο της για να μην κοκκινίσει.

"Θέλω να πω... όλα αυτά τα πράγματα... όλη η ζωή μας... είναι όλα προγραμματισμένα, όλα τα' χουμε σκεφτεί από πριν... και πόσο καλό μας κάνει? Πόσο χαρούμενοι είμαστε όταν πέφτουμε το βράδυ για ύπνο? Ξέρω ότι εγώ δεν είμαι... Και πιστεύω ότι δεν είσαι και συ." Ξεροκατάπιε. "Ξέρω ότι στο μέλλον μπορεί να το μετανιώσω όλο αυτό. Ξέρω ότι θα πονέσω. Αλλά αυτό που ξέρω και αυτό που με νοιάζει τώρα είναι να ζήσω αληθινά, έστω και για μερικές στιγμές. Σε θέλω. Και ξέρω ότι θα πονέσω. Αλλά αν είναι να πονέσω με σένα, μου αρκεί. Αν μη τι άλλο, θα είναι ένα καινούριο είδος πόνου", είπε γελώντας.

Αυτή...

Αυτή δεν ήξερε τι να του πει. Για λίγο.

"Καταλαβαίνεις ότι θα έχω κάθε δίκαιο αν σε αρχίσω στα βρισίδια και σε πετάξω έξω με τις κλωτσιές?"

"Ναι."

"Καταλαβαίνεις ότι δεν μπορείς να αλλάζεις έτσι γνώμες και να παίζεις με τα συναισθήματα των ανθρώπων?"

"Ναι."

Η Μαίρη χαμογελούσε τώρα. Όταν τον άφησε, ήταν ένα γλυκό αγόρι. Τώρα, ήταν ένας άντρας.

Τότε την έπιασαν τα γέλια.

"Χριστέ μου, είναι τόσο κλισέ..."

"Το ξέρω μωρό μου", είπε και την πλησίασε. "Το ξέρω.", Πέρασε τα χέρια του γύρω της. "Γι' αυτό το λατρεύω."

Και λέγοντας αυτά την φίλησε.

*

"Είναι τρελός!"

"Αν είναι δυνατόν!"

"Θα σκοτωθεί!"

"Μπορεί να μας πάρει μαζί του!"

"Αναιδής!"

"Ανεύθυνος!"

"Ανώριμος!"

Με την πλάτη του στο απέραντο ασχημάτιστο τίποτα, ο ένας τους κοιτούσε. Με το ίδιο πονηρό χαμόγελο, με τα χείλη κλειστά, τους κοιτούσε. Ξέροντας κάτι παραπάνω, με το να μην ξέρει τίποτα, τους κοιτούσε. Κρατώντας τα κλειδιά της δημιουργίας, τους κοιτούσε.

Και σκέφτηκε τότε:

"Θα είναι ένα καινούριο είδος χάους."

Και υποκλινόμενος με κωμική θεατρικότητα στους υπόλοιπους εικοσιένα, βούτηξε στο κενό.

BBBBBAAAAAAAAAAAAANNNNNNNNNNNNNGGGGGGG

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αποψάρα: