20100413

Ποντικού Οδύσσεια

Το πράγμα με βρίσκει όπου κι αν κρυφτώ.

Ξέρω πια ότι δεν υπάρχει σωτηρία. Δεν μπορώ να γλιτώσω απ' αυτά που είδα.

Εκεί που ζω το έδαφος είναι μαλακό και άνετο. Είναι παχύ και κολλάει στη γούνα μου. Μπορώ να σκάβω τρύπες. Αλλά μετά από λίγο δεν είναι πια μαλακό. Τα νύχια μου δεν του κάνουν τίποτα.

Στην αρχή μου άρεσε εδώ. Μπορούσα να κάνω βόλτες και να εξερευνώ. Υπήρχαν εμπόδια που είχα για παιχνίδι. Κάποια εμπόδια είχαν φαγητό μέσα. Είχα ένα περίεργο πράγμα που έβγαζε νερό. Ένα μέρος με σκιά. Έκανα τα κακάκια μου όπου ήθελα.

Το πράγμα μύριζε σα νεκροί συγγενείς και περιττώματα.

Κάποιες φορές το πράγμα ερχόταν απ'το πουθενά και πείραζε πράγματα. Κάποιες φορές άπλωνε πλοκάμια προς το μέρος μου. Αλλά εγώ απλά τραβιόμουνα. Δε με πείραζε. Πίστευα ότι θα βαρεθεί και θα φύγει.

Αλλά το πράγμα είχε άλλα σχέδια.

Εκεί που ζω το έδαφος δεν είναι πάντα σταθερό. Κάποτε η γη γύρω μου τραντάζεται. Κάποτε δεν είναι σταθερή για ολόκληρες μέρες, και κουλουριάζομαι και περιμένω να τελειώσει. Πολλές φορές ένα τράνταγμα μ' έχει ξυπνήσει. Τότε σφίγγομαι και ελπίζω ότι θα με αφήσει ήσυχο.

Κάποτε μου άρεσε εδώ. Μπορούσα να κάνω βόλτες και να εξερευνώ. Κάποια στιγμή όμως άρχισαν να μου φαίνονται όλα ίδια. Ένα εμπόδιο που το είχα ανέβει ξανά και ξανά, μια γωνιά στην οποία είχα σκάψει κι άλλοτε. Είναι ένα μικρό μέρος. Εκεί που τελειώνει έχει χρώματα. Προσπαθήσα να σκαρφαλώσω τα εμπόδια εκεί που τελειώνει το μέρος. Δεν τα κατάφερα.

Και τότε άρχισε η τρέλα.

Το πράγμα άρχισε να έρχεται πιο συχνά. Και δεν ήθελε να πειράξει πράγματα. Ήθελε εμένα.

Προσπάθησα να τραβηχτώ, να ουρλιάξω, να το δαγκώσω ακόμα. Μάταιος κόπος. Το πράγμα απλωνόταν γύρω μου και με φυλάκιζε. Ένα άλλο πράγμα ερχόταν και με πασπάτευε, πιέζοντας τη γούνα μου και το κεφάλι μου. Ήθελα να ξεφύγω ήθελα αλλά δε μ' άφηνε--

Τότε το πράγμα κλείστηκε γύρω μου και με τράβηξε απ' τη γη θεε μου αν πέσω θα σκοτωθώ αλλά δε θέλω να μείνω με το πράγμα και τοτε με παίρνει και μ' αφήνει να περπατήσω πάνω του αλλά εγώ δεν έχω πουθενά να πάω και θέλω να πάω σπίτι μου, και έρχεται και το άλλο πράγμα και ξέρω ότι παίζουν μαζί μου αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτα

Το πράγμα είναι πονηρό.

Πολλές φορές βρήκα φαγητό στο σπίτι μου σε μέρη που δεν έπρεπε να είναι εκεί. Σε καινούρια εμπόδια που ήθελα να εξερευνήσω. Και πήγαινα, αλλά τότε έπιανα τη μυρωδιά του αλλά ήταν πολύ αργά... Πλέον δεν το αφήνω να με πιάσει τόσο εύκολα. Αλλά το ρημάδι το φαγητό είναι τόσο ωραίο...

Στην πορεία συνήθισα. Βρήκα καινούρια παιχνίδια στη φωλιά μου. Είχα ένα μέρος που μπορούσα να τρέχω όσο πιο γρήγορα μπορούσα και πάλι δεν έβγαινα πουθενά, και μου άρεσε, γιατί αν τρέξω μέσα στην υπόλοιπη φωλιά θα χτυπήσω το κεφάλι μου. Κουβάλησα λίγη γη κάτω από τη σκιά, γιατί εκεί ήταν σκληρά και κρύα. Γύρω μου η φωλιά είχε αρχίσει να γεμίζει με τα κακάκια μου, αλλά δεν είχα πουθενά να τα πάω, και το φαγητό λιγόστευε, άλλα δεν είχα πουθενά να βρω.

Είχα αποφασίσει ότι αυτό ήταν το σπίτι μου. Ήξερα ότι κάποια στιγμή το πράγμα θα ρθει. Αλλά δεν μπορούσε να μου κάνει τίποτα άλλο πια. Έτσι νόμιζα.

Ανακάλυψα κάτι. Στα όρια της φωλιάς μου, όταν έμαθα να τα σκαρφαλώνω και να στέκομαι στα πίσω μου πόδια, υπήρχαν κι άλλα εμπόδια, σκληρές, κρύες κολώνες που δεν μπορούσα να μασήσω. Ανακάλυψα και κάτι ακόμα: ότι μπορούσα να μασάω το νερουλό πράγμα.

Στην αρχή το μασούσα για να ακονίσω τα μπροστινά μου δόντια. Μετά από συνήθεια. Τώρα πια απλά δεν μπορώ να σταματήσω. Κάποιες φορές γύρω μου όλα σκοτεινιάζουν και τότε ξέρω ότι το πράγμα είναι κοντά. Αλλά αν σταματήσω για λίγο δε θα με δει και θα φύγει. Και τότε μπορώ να συνεχίσω μέχρι να κουραστώ και να πέσω για ύπνο.

Δε μου χει μείνει τίποτα άλλο. Το πράγμα έχει νικήσει ήδη.

Μια μέρα το σπίτι μου άρχισε να τραντάζεται και να βγάζει ήχους, και πριν το καταλάβω η σκιά από πάνω μου το είχε ξεριζώσει, άφησε μόνο το μαλακό έδαφος και τα εμπόδια στις άκρες. Προσπάθησα να τα σκαρφαλώσω και πράγματι τα επόμενα εμπόδια δεν ήταν εκεί. Αλλά ήμουν τότε πολύ μικρός για να τα περάσω.

Το μαλακό υγρό ζεστό πράγμα με αγκάλιασε και πάλι με άγιζε εκεί που δεν μπορούσα να δω τότε όμως έκανε κάτι καινούριο- με ακούμπησε κάπου.

Κάπου άλλου.

Δεν ήμουνα πια στο σπίτι μου.

Το καινούριο μέρος απλωνόταν μέχρι εκεί που μπορούσα να δω. Υπήρχαν πάρα πολλά εμπόδια. Το έδαφος δεν ήταν πάντα ευχάριστο, αλλά είχα πολλά να δω. Ποιος ξέρει? Μπορεί πιο πέρα το έδαφος να ήταν πάλι μαλακό, και να υπήρχε και φαγητό.

Βρήκα ένα υπέροχο σκοτεινό πέρασμα... Ήθελα να μείνω εκεί για πάντα. Το καινούριο μέρος είχε κι αυτό όρια. Αλλά ήταν τόσο μεγάλο, που αν προχωρούσα από την αντίθετη κατεύθυνση μπορεί να έβγαινα σε κάποιο καινούριο μέρος, και μετά σε κάποιο άλλο, και μετά...

Μπορούσα να πάω όπου ήθελα.

Αλλά το πράγμα με βρήκε. Ακόμα και στο σκότεινο πέρασμα που πήγα για να κρυφτώ, το χάλασε, το φώτισε και με βρήκε. Το πράγμα θα με έβρισκε όπου και να πήγαινα.

Όταν γύρισα στο σπίτι μου το πράγμα ήταν έξαλλο, ήταν μέσα και ανακάτευε πράγματα, φοβεροί ήχοι πο δεν μπορούσα να καταλάβω, κουνιόταν πέρα δώθε σα δαιμονισμένο, έπρεπε να κάνω στο πλάι γιατί σίγουρα θα με διέλυε αν έμπαινα στο δρόμο του, και το σπίτι μου είναι τόσο μικρό, δεν ήξερα που να πάω για να κρυφτώ... Ευτυχώς τελείωσε γρήγορα.

Η ζωή μου έγινε πάλι όπως πριν: κάποιες φορές φως, κάποιες φορές ησυχία, τρέξιμο, μάσημα, και το πράγμα εκεί έξω. Το σπίτι μου δεν ήταν ακριβώς το ίδιο. Ξαφνικά υπήρχε πολύ φάγητο. Το έδαφος δεν ήταν το ίδιο παχύ. Τα κακάκια μου έλειπαν. Ακόμα και το χώμα στη σκιά μου δεν ήταν το ίδιο.

Πάνω απ'όλα όμως είχα αλλάξει εγώ. Είχα βρει ελπίδα. Ήξερα ότι, αργά ή γρήγορα, θα έβγαινα πάλι στο μεγάλο παράξενο μέρος. Και θα έτρεχα στο άγνωστο, και θά βρισκα κάποιο άλλο μέρος, και ίσως φαγητό, και ίσως ένα καινούριο σπίτι, και ίσως και άλλους σαν εμένα.

Μασούσα και περίμενα. Δεν είχα δει ακόμα τον τρόμο.

Έγινε όπως το περίμενα, ξανά και ξανά το πράγμα θα με έβγαζε έξω και θα με άφηνε να περιπλανηθώ για λίγο. Η έξω χώρα δεν ήταν ποτέ ακριβώς όπως την θυμόμουνα. Κάθε φορά ήταν λίγο διαφορετική. Και έψαχνα.

Μέχρι που μια μέρα, κατάλαβα.

Κατάλαβα ότι είχα ταξιδέψει την χώρα απ' άκρη σ' άκρη. Είχα βρει τα κοντινά μου όρια. Είχα περπατήσει μέχρι τα πιο μακρινά. Αλλά αυτό ήταν. Πέρα από τα όρια δεν μπορούσε να υπάρχει τίποτα παρά μόνο κενό, γιατί δεν είχα πουθενά να πατήσω. Και δεν υπήρχε κανένα πέρασμα σε κάποια άλλη χώρα, κανένα φαγητό, καμιά καινούρια φωλιά, καμιά καινούρια μυρωδιά που να θυμίζει ζευγάρωμα. Το μέρος ήταν απλά άλλο ένα σπίτι.

Κατάλαβα γιατί το πράγμα με άφησε να βγω. Ήθελε να δω ότι έξω από τη φωλιά μου υπάρχει απλά περισσότερο τίποτα. Δεν έχω πουθενά να πάω. Δεν μπορώ να γλιτώσω.

Σήμερα έγινε πάλι, το πράγμα ήρθε και ξερίζωσε το σπίτι μου, και μπόρεσα να πηδήξω τα εμπόδια στην έξω χώρα. Κάθισα για λίγο και αγνάντεψα την απέραντη γη. Είδα το χάος.

Ακόμα κι έτσι, είναι καλύτερα απ' τη φωλιά μου. Μπορεί να υπάρχει φαγητό, μπορώ να φάω μέχρι να σκάσω, αλλά είναι τόσο μικρό... Έχω μασήσει τόσο πολύ τις κολώνες, δεν μπορώ, απλά δεν γίνεται... Το πράγμα μού' χει κάνει τόσα βασανιστήρια. Μια φορά μ' έβαλε σ' ένα μέρος που ήταν κλειστό από παντού και το έδαφος ήταν φαγητό, σπόρια και καρποί και... Κάποιες φορές τράνταζε τη φωλιά μου, και μόλις ηρεμούσα τό' κανε πάλι. Έχει ρίξει νερό και έδαφος στην πλάτη μου. Μού χει πετάξει φαγητό. Μια φορά με τράβηξε απ' το πόδι.

Το μόνο που μού' χει μεινει είναι αυτό το παράξενο, κρύο πράγμα που βγάζει νερό... Το μασάω ασταμάτητα πια. Αν συνεχίσω να μασάω, κάποια στιγμή θα γίνει κάτι και θα σωθώ. Είναι απολύτως λογικό.

Σήμερα κατάλαβα κάτι. Το πράγμα ήταν πάντα εκεί. Όσο πίσω κι αν πηγαίνω τη μνήμη μου, δεν μπορώ να θυμηθώ μια εποχή που να μην το περίμενα.

Αυτό μπορεί να σημαίνει μόνο ένα πράγμα.

Το πράγμα θα είναι πάντα εδώ.

Θα έρχεται απ' το πουθενά και θα με βασανίζει για πάντα.

Και δεν είμαι τόσο νέος πια...

Το μόνο που έχω να κάνω πια είναι να μασάω.

Οπότε μασάω.

Και περιμένω.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αποψάρα: