20100415

Α Death




Ξυπνάς, σηκώνεσαι, ψάχνεις για τη σφαίρα που θα' πρεπε να' χεις στο κεφάλι σου, την καρδιακή προσβολή που θα' πρεπε να σε είχε ξεκάνει, το πράγμα που έκατσε στο λαιμό σου μεχρι που δεν μπορούσες να αναπνεύσεις. Χαίρεσαι- για κάποιο λόγο, ο θάνατος έκανε τα στραβά μάτια. Από δω και πέρα, σκέφτεσαι, θα διαχειρίζεσαι καλύτερα τη ζωή σου. Όχι άλλες ξοδεμένες μέρες στο ίντερνετ, όχι άλλος θύμος που δε σ' αφήνει να την πάρεις τηλέφωνο. Έχεις μια ευκαιρία. Θα το παίξεις σωστά από δω και πέρα.

Και τότε βλέπεις το πτώμα και ουρλιάζεις, ουρλιάξεις όπως δεν έχεις ουρλιάξει ποτέ, γιατί είσαι εκεί, είναι δικό σου το νεκρό δέρμα, τα άδεια μάτια, το στόμα που έμεινε να χάσκει ηλίθια.
Τότε μια πόρτα ανοίγει, ένα τρένο χαμηλώνει ταχύτητα, ένα ασανσέρ σταματάει στον όροφο σου, κι ένας άντρας εμφανίζεται απ' το πουθενά, ένας αντράς με μαύρο κοστούμι, έρχεται προς το μέρος σου, ανάβει ένα τσιγάρο, μιλάει: "Χαλάρωσε", σου λέει, "αυτά έχει η ζωή".

Είμαι αυτός ο άντρας. Ο θάνατος δεν κάνει ποτέ τα στραβά μάτια.

*
Μεγαλώνοντας, τείνουμε να πιστέψουμε ότι ο θάνατος είναι μια φιγούρα, μια προσωπικότητα. Στο πίσω μέρος του κεφαλιού μας υπάρχει πάντα ο μαύρος μανδύας και η κουκούλα του θεριστή, η γκροτέσκα καμπούρα, τα κοκάλινα δάχτυλα. Νομίζουμε ότι ο θάνατος είναι ένας μάγκας που θα περάσει από τις πόρτες όλων μας για να μας δείξει το δρόμο για τον Άδη, σαν ένας περίεργος, διεστραμμένος Άγιος Βασίλης. 
Στην πορεία απορρίπτουμε την ιδέα. Αποφασίζουμε ότι ο θάνατος είναι απλά κάτι που συμβαίνει, μια λογική κατάληξη του κύκλου της ζωής. Δεν υπάρχει λόγος για όλο το μεταφυσικό μελό. Ακόμα κι αν υπάρχει ένας δρόμος που πρέπει να πάρουμε για το μετέπειτα, θα πρέπει να είμαστε φτιαγμένοι για να τον βρίσκουμε μόνοι μας. Και το αφήνουμε εκεί.
Από τη θέση που βρίσκομαι σήμερα, η πρώτη εκδοχή μου φαίνεται πιο ακριβής.
Βλέπεις, η μυθολογία γύρω απ’ το θέμα έχει πιάσει κάποια σωστά. Δεν είναι απλό πράγμα να πεθαίνεις. Ο θάνατος είναι μια υπηρεσία. Είναι μια ολόκληρη επιχείρηση, και μαντέψτε ποιοι κρατάνε τα πόστα. Δε θα προσποιηθώ ότι ξέρω πολλά για την λειτουργία της. Ξέρω μόνο ποιο είναι το δικό μου κομμάτι.
Το πρώτο πράγμα που ξέρω είναι ότι είμαι ξανά σε ένα παγκάκι, στα προάστια, και ο ήλιος έχει αρχίσει να πέφτει και να φωτίζει πορτοκαλί και κόκκινο στα κτίρια και τις γειτονιές. Τα αυτοκίνητα είναι λιγοστά, λες και τα πράγματα είναι στρωμένα για να διευκολύνουν την πορεία μου. Αλλά πάλι, αυτό το κομμάτι της πόλης ήταν πάντα ήσυχο.
Ψάχνω τις τσέπες μου. Το κοστούμι μου είναι κολλαριστό, όπως πάντα, η καρφίτσα στη γραβάτα μου άψογα στερεωμένη. Ψηλαφίζω το πακέτο τσιγάρα, εκεί που θα το ’βαζα πάντα όσο ήμουν ζωντανός. Ένα κλειδί από δωμάτιο ξενοδοχείου. Στο πορτοφόλι μου, μερικά λεφτά και η κάρτα- όνομα, ηλικία, τρόπος θανάτου, τοποθεσία. Όπως είπα, μια ολόκληρη επιχείρηση. Θα ’πρεπε να ξεκινήσω, έχω αρκετό περπάτημα μέχρι εκεί, και δε θα’ θελα να είχαν αργήσει στο δικό μου ραντεβού.
Άρχισα να περπατάω την πόλη, καθώς ο ήλιος έπεφτε και σκοτείνιαζε, μέχρι που απέμεινε η λάμψη των στύλων του δρόμου. Λάτρευα αυτή την ατμόσφαιρα, αυτό το σκηνικό. Σύντομα διέσχιζα το δρόμο από λιμνούλα σε λιμνούλα ηλεκτρικού φεγγαρόφωτος, μέσα σ’ έναν νυχτερινό ουρανό από λάμπες νέον, φωτεινές πινακίδες, μοναχικά παράθυρα πολυκατοικιών που όπου να’  ναι θα ‘κλειναν τα πατζούρια,  σηματοδότες και κάπου κάπου τους προβολείς κάποιου αυτοκινήτου που χανόταν μέσα στη σιωπή. Ο ουρανός από πάνω μου ήταν μαύρος.
Ήταν μια γλυκιά νύχτα. Η ελαφριά ψύχρα ήταν αναζωογονητική, τα ρεύματα ήρεμα. Πήρα το δρόμο μου ανάμεσα στα κατεβασμένα ρολά  και τις θλιμμένες βιτρίνες με το πάσο μου, με τα χέρια στις τσέπες. Κάποιες φορές θα έφταναν στ’ αυτιά μου ήχοι μέσα από τις κλειστές πόρτες των μπαρ, ήχοι από γέλια και τσουγκρίσματα στη μικρή τους συμφωνία, θα έβλεπα φευγαλέα τη σπίθα που άναβε το τσιγάρο ενός ταξιτζή στην απέναντι πλευρά του δρόμου, μια ρεσεψιονίστ σ’ ένα φτηνό μοτέλ, να γέρνει  το κεφάλι της στο χέρι της από τη νύστα, τα απόμακρα βογκητά και λαχανιάσματα της πάλης μιας κρεβατοκάμαρας με ανοιχτή μπαλκονόπορτα. Ήμουν ένας ηδονοβλεψίας, με τις αισθήσεις μου τεντωμένες, να ψηλαφίζουν στα τυφλά για να ζουλάρουν μια ιδέα ζωής. Πάντα απολάμβανα αυτούς τους περιπάτους. Τώρα πια, που δεν έχω πραγματική ανάσα στο στήθος μου, ίσως και να τους απολαμβάνω λίγο παραπάνω.
Λίγη μελαγχολία πάντα βρίσκει το δρόμο της, αλλά την καλοδέχομαι. Είναι στο πακέτο.
Ένα κομμάτι μου όμως ανησυχούσε. Αναρωτιόμουν αν, με όλη αυτή την περιπλάνηση, χαλούσα τη δουλειά που είχα να κάνω. Άραγε θα ξυπνούσε η άτυχη Σι Τζέη Χώκινς, ετών 23, μόνη της στην απειλητική σιγή της νύχτας, σε μια λίμνη απ’ το ίδιο της το αίμα, καταμεσής της κρύας και ατέλειωτης ασφάλτου? Χωρίς κανέναν να την βοηθήσει να αντιμετωπίσει το πτώμα που θα κείτεται εκεί? Κανέναν να τη βγάλει απ’ την άρνηση?
Αλλά είχα μάθει να μην σκέφτομαι έτσι. Δεν υπάρχει πραγματική βιασύνη. Θα είμαι πάντα εκεί, πάντα στην ώρα μου. Είμαι μέρος μιας φυσιολογικής διαδικασίας.
Πέρασα έξω από έναν εγκαταλελειμμένο κινηματογράφο, που κάποτε θα ήταν μεγάλος και επιβλητικός, και είδα γάτες να κάθονται στη στήλη από μεγάλα πλαστικά γράμματα που είχε για πινακίδα. Ήταν παντού- στην τρύπα του όμικρον, στις εσοχές του ες, κι ακόμα κι αν το αρ είχε γείρει επικίνδυνα και το δεύτερο ες είχε πέσει τελείως, υπήρχαν πάρα πολλές από δαύτες, και τα παλιοπράματα με κοίταζαν όπως πάντα, επίμονα και χωρίς  να κάνουν καμία κίνηση, σέρνοντας ένα ρίγος στη ραχοκοκαλιά μου, βάζοντας με να κουμπώσω και το τρίτο κουμπί στο σακάκι μου. Προσπάθησα να συγκεντρώσω κάπου τις σκέψεις μου.
Άρχισα να κάνω υποθέσεις για την κοπέλα που πήγαινα να συναντήσω. Γιατί ήταν τέτοια ώρα σ’ έναν περιφερειακό αυτοκινητόδρομο? Έβγαζε νόημα να ζει κάπου στα προάστια, αλλά δεν υπάρχει τίποτα εκεί που πάω, το σπίτι της θα πρέπει να απείχε πολύ. Και πεζή… Περπατούσε για χόμπυ ή για άσκηση, ίσως? Ακόμα κι έτσι, πως κατάφερε να την χτυπήσει αμάξι σε μια τέτοια τοποθεσία, με τόση λίγη κίνηση?
Το αστικό τοπίο αραίωνε καθώς έφτανα στις παρυφές της πόλης. Κατέληξα ν’ ακολουθώ τις ουρές των στύλων που πλαισίωναν την λεωφόρο. Έφτανα στον προορισμό μου. Περπάτησα λίγο ακόμα κατά μήκος της φωτεινής γραμμής, μέχρι που βρήκα το κορίτσι στην άσφαλτο.
Εκεί, η Σι Τζέη ξυπνούσε, κοιτούσε γύρω της, και σε λίγο, ξεσπούσε σε ένα τρομερό υστερικό σοκ.
Πλησιάζω... Ήρεμα τώρα. Είναι  όλα μια διαδικασία. Μην γίνεσαι νευρικός- είσαι ο μόνος που έχει πια. Σε χρειάζεται ήρεμο. Άναψε ένα τσιγάρο. Τράβα την πιο βαθιά τζούρα που μπορείς. Άστο να κάνει τη δουλειά του.
Πήγαινε στο κορίτσι.
Πήγαινε και πες ’της το δρόμο για τον παράδεισο και την κόλαση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αποψάρα: