20130328

La Vie en rose

Μια διαφορετική εκδοχή αυτού του κειμένου δόθηκε στον 3ο διαγωνισμό διηγήματος ΛόγωΤέχνης. Η επιτροπή δεν το έκρινε άξιο διάκρισης. Ξαναέγραψα το κείμενο μετά από προτροπή της Αλέξιας-Μάρθας Συμβουλίδου. Δεν είναι κάτι που καταδέχομαι να κάνω κανονικά. 

 ~

Ο Τιμόθεος Μ. πεθαίνει σ’ ένα κρεβάτι νοσοκομείου. Το δωμάτιο είναι λευκό και δεν έχει τίποτα πέρα απ’ τα μηχανήματα και τον νανουριστικό βόμβο που κάνουν καθώς τον κρατάνε στη ζωή. Μέσα στο κεφάλι του αγγεία έχουν σπάσει και νεύρα έχουν λυθεί. Μικρά άσπρα-γκρι κομματάκια δεν είναι πια εκεί που θα ‘πρεπε. 
 
Το δωμάτιο είναι λευκό κι υπάρχουν δύο αντικείμενα μέσα του, πέρα απ’ τα μηχανήματα που αφήνουν σιγά σιγά το σκοινί του καθώς αιωρείται σα χαρταετός προς το φως. Το ένα είναι ένα μαύρο κουτί- το άλλο το ρολόι στον τοίχο απέναντι. Μέσα στο λείο πλαστικό του ΙΚΕΑ οι δείκτες πάνε μόνο προς μία κατεύθυνση. Ο Τιμόθεος Μ. έχει τα μάτια του κλειστά. Γι’ αυτόν το ρολόι δεν υπάρχει. Μέσα στο κεφάλι του, όπου άσπρα-γκρι κομματάκια δεν είναι πια εκεί που πρέπει, ο χρόνος δουλεύει αλλιώς.

Ο Τιμόθεος Μ. είναι στο υπόγειο. Το υπόγειο έχει πλημμυρίσει και το νερό αγκαλιάζει τα γόνατα του. Κούτες με πράγματα επιπλέουν. Κορνίζες και βιβλία και σακούλες με ρούχα και παλιοί υπολογιστές γλιστράνε πάνω στην επιφάνεια του νερού κι απομακρύνονται στα σκοτάδια μακριά του. Κρατάει ένα φακό και ψάχνει να βρει τι μπορεί να περισώσει. Έχει την εντύπωση ότι υπάρχει ένα μαύρο κουτί που πρέπει να βρει. Αλλά δε θυμάται τι έχει μέσα.

Σε μια κούτα βρίσκει τα παλιά του κόμικς. Αυτός η μάνα του και το πρώτο του τεύχος σ' ένα παγκάκι. Πρέπει να ήταν 6 ή 7. Αλλού, η μάνα του σκαλίζει το χώμα γύρω απ' τα τριαντάφυλλα. Αλλά δεν είχαν αυλή στο σπίτι. Ή μήπως είχαν; Τη βλέπει να σκαλίζει το χώμα. Αλλού, σουβενίρ απ' τα ταξίδια του. Προσπαθεί να θυμηθεί τί ήρθε από που αλλά τα αντικείμενα έχουν παραμορφωθεί και το μικρό Κολοσσαίο γράφει Παρίσι, οι μπάμπουσκες έχουν σχήμα παγόδας. Σε μια άλλη δυο κεραμιδένια χελιδόνια, που κάποτε κρέμονταν στον τοίχο. Ο μπαμπάς τα ‘χε φέρει από την Πορτογαλία. Χελιδόνια- το Χελιδόνι και το Τριαντάφυλλο, Όσκαρ Ουάηλντ, έρωτας και θάνατος κι ένα κρυμμένο ρημέηκ της ιστορίας του Χριστού. Όχι. Δεν είχε χελιδόνι η ιστορία. Tα χελιδόνια είχαν σπάσει κι είχαν πεταχτεί. Αυτός τα έσπασε όταν έμαθε ότι ο μπαμπάς πέθανε. 

Βρίσκει τα ημερολόγια του σε μια τσάντα αλλά ξεφυλλίζοντας καταλαβαίνει ότι όλες οι σελίδες είναι η ίδια σελίδα. Η ένταση του απογεύματος Σαββάτου, η ατέλιωτη μοναξιά του πρωινού Κυριακής. Είναι εκεί τώρα, στη νέον μάζα της πόλης που συστρέφεται και αναδιπλώνεται και ψάχνει να σμίξει με τον εαυτό της, στις συμμορίες που χτενίζουν τη νύχτα προσπαθώντας να κρύψουν τη δίψα και καταλήγουν φτωχότερες. Γιατί επιστρέφουν; Γιατί έκανε τόσο κόπο να αποσυναρμολογήσει τις σχέσεις, να μάθει το παιχνίδι και να κυνηγήσει το κορίτσι; Χωρίς να πει τίποτα απομακρύνεται από την ανέλπιδη συνομιλία και πάει εκεί που χορεύουν. Επιτέλους μουσική αρκετά δυνατή για να καλύψει τις σκέψεις σου. Κλείσε τα μάτια για να μην τις βλεπεις. Αλλού, στο πρoοίμιο της νιότης, χώνονται μέσα στο βαν για να γλιτώσουν το κρύο και κάνουν όνειρα. 

Αλλού πάλι, κρυμμένα σε μια εσοχή, δυο λαστιχένια γάντια.Ήξερε πως θα βεβαιωθεί ότι είχε πέσει για ύπνο, πως να βάλει την πιστωτική κάρτα στην πόρτα για να ξεκλειδώσει, σε ποιους θα έλεγε από πριν ότι θα πάει στο εξοχικό για το σαββατοκύριακο, πόσα δευτερόλεπτα πίεσης χρειάζεται ένα κεφάλι κάτω από ένα μαξιλάρι. Μετά θα οδηγούσε όλο το βράδυ μέχρι το εξοχικό στην παραλία, και θα κοιμόταν καλύτερα από ποτέ. Αναρωτιόταν αν άξιζε τον κόπο να αφήσει ένα τριαντάφυλλο για υπογραφή- και αν το τσιγάρο που θα του 'κλεβε θα το 'κανε μέσα στο σπίτι του. Αλλά όλα αυτά γίνονται μέσα στο κεφάλι του, καθώς καπνίζει και ακούει τους απο πάνω να μαλώνουν. Γεμάτος οργή εύχεται να είχε το θράσος να ανέβει και να τους πει να το βουλώσουν. Τα γάντια. Εφαρμοστό καθαρό πλαστικό.

Το νερό αγκαλιάζει τη μέση του τώρα. Χαρτιά διαλύονται πάνω στο νερό, το μελάνι χάνεται. Συσκευές με εκατοντάδες φωτογραφίες βραχυκυκλώνουν. Κρατάει ένα φακό και ψάχνει να βρει τι μπορεί να περισώσει, καθώς όλα διαστέλλονται μακρυά του, στα σκοτάδια. Κάπου μακρυά, ένας απόηχος κυμάτων.

Άλλο ένα κουτί ανοίγει και στα ρουθούνια του φτάνουν μυρωδιές από φάρμακα και αποστείρωση. Ο γέρος πέθαινε αργά στην αναπηρική καρέκλα. Το κεφάλι γερμένο και το στόμα χάσκει και τα μάτια κενά καθώς τα λούζει το φως της τηλεόρασης. Όλοι είχαν ξεγράψει τον παππού, όσο κι αν προσπάθησε η ρετσινιά απ’ τον πόλεμο δεν έφυγε ποτέ. Ο Τιμόθεος Μ. έχει τα χέρια στις τσέπες του παλτού κι αναρωτιέται αν θα ‘πρεπε να νιώθει κάτι άλλο εκτός από αποστροφή. Κοιτάζει τα νεκρά λουλούδια στα βάζα, το ηττημένο κόκκινο. Στην τηλεόραση έχει ένα ντοκιμαντέρ για τους ναζί. Ένα εμβατήριο ακούγεται και ο γέρος αρχίζει να γελάει ηλίθια. Πάνω στην κουβέρτα τα χέρια του προσπαθούν να χειροκροτήσουν. Μετά ασυναρτησίες αρχίζουν να βγαίνουν απ’ το στόμα του προσπαθώντας να πατήσουν στη μελωδία και ο Τιμόθεος Μ. γυρνάει την πλάτη και φεύγει απ’ το γηροκομείο, αφήνοντας πίσω του την αρωματισμένη δυσωδία του θανάτου.

Πέφτει στα χρυσά σεντόνια και τραβάνε τα ρούχα από πάνω του. Κορμιά κολλάνε το ένα στο άλλο σμίγοντας τους ιδρώτες τους, δέρματα γυαλίζουν κάτω απ’ τα μανουάλια. Κλείνει το μυαλό του κι αφήνεται να παρασυρθεί μέσα στη μάζα των εραστών. Σύντροφοι έρχονται και φεύγουν, στάσεις αλλάζουν, ανώνυμα χέρια κατασκευάζουν ηδονές πάνω του. Στο μεταξύ, τα μάτια είναι στραμμένα πάντα σε άλλους. Ροδοπέταλα είναι διάσπαρτα στα σεντόνια. Όλη αυτή η σάρκα, όλα τα ερεθισμένα μέλη- ξαφνικά είναι μόνος του στο δωμάτιο του. Φωτογραφίες είναι σκορπισμένες στο πάτωμα. Ηλεκτρικό φως. Υγρά. Σιωπή. Και μετά ο ήχος των κυμάτων. 

Είχε μείνει μόνος του στο σπίτι δίπλα στην παραλία. Για μέρες πάλευε με την κενή σελίδα. Καθώς χαράζει στέκεται στην κουζίνα μ’ ένα μπουκάλι γάλα. Αφήνει το βλέμμα του να πλανηθεί πέρα απ’ τα παράθυρα, στα κύματα, στον ορίζοντα. Η μάχη είχε κερδηθεί. Η πιο γλυκιά ησυχία είχε απλωθεί στο χώρο. Μετά θυμάται τον εαυτό του να παρακολουθεί τα χέρια της μάνας του καθώς σκάλιζαν το χώμα γύρω απ’ τη λεμονιά. Το σπίτι ήταν λίγο πιο άδειο πια. Τα μάτια του κολλάνε στην φροντίδα, τη ζεστασιά που μπαίνει μέσα στη γη. Σιωπηλά δακρύζει, και βεβαιώνεται ότι δε θα τον δει. Και το νερό φουσκώνει.

Ο Τιμόθεος Μ. χάνεται μέσα στο νερό και μεταφέρεται σε μια εποχή όπου δεν ξέρει την αίσθηση της τρίχας πάνω στο πρόσωπο ακόμα αλλά μυρίζει το χαρτί με τις πολύχρωμες φιγούρες και τα νεύρα του πλημμυρίζουν μυστήριο και τρέμοντας το αρχαίο ρίγος σηκώνει το δαυλό για να διαβάσει τις τοιχογραφίες στη σπηλιά του μυαλού του και μαθαίνει αυτό που κάνει τους ποιητές να μένουν ξύπνιοι τα βράδια. Είμαστε αυτοί που το μέλλον τους έκαψε την ασφάλεια και τους έδωσε ιερή επιληψία. Μείνε ξαπλωμένος στο εφηβικό σου κρεβάτι και μάθε το δέος. Ο Τιμόθεος Μ. επιπλέει πάνω στο νερό που έχει καλύψει τα παντά και γίνεται ένα με το χώμα και το χαρτί.

Τότε βγάζει το μαύρο κουτί απ' την τσέπη και ο Τιμόθεος Μ. κλείνει τα μάτια για να απολαύσει την πυρετώδη σάρκα πάνω στη γλώσσα του ο Τιμοθέος Μ. και το κορίτσι χορεύουν το βαλς γυμνοί ο Τιμόθεος Μ. παέι να την συναντήσει το χέρι του χαιδεύει το μικρό μαύρο κουτάκι στην τσέπη του που μπορεί να αλλάξει δυο ζωές ο Τιμόθεος Μ. την βλέπει για πρώτη φορά μέσα από ένα δωμάτιο γεμάτο ξένους και λέει ότι το όνομα της βγαίνει απ' το Τριανταφυλλιά, και λέει ότι το όνομα της βγαίνει απ' το Τριανταφυλλιά.

Ο Τιμόθεος Μ. είναι 28 χρονών. Στο δωμάτιο του νοσοκομείου όπου πεθαίνει μετά το ατύχημα υπάρχουν δυο αντικείμενα. Το ένα είναι το ρολόι στον τοίχο απέναντι- και το ρολόι έχει σταματήσει για πάντα. Στο κομοδίνο ένα τριαντάφυλλο στο βάζο. Ο Τιμόθεος Μ. είναι στην παραλία. Ο πρωινός αέρας κάνει το δέρμα του να σφίγγεται. Ψηλά, ο ουρανός είναι γκρίζος και γεμάτος σύννεφα. Αφήνει τα ρούχα του στην άμμο και περπατάει μέσα στη θάλασσα.



1 σχόλιο:

Αποψάρα: