20100412

Εννιατοπρωί

    Αν υπάρχει ένα πράγμα που μισώ για το σπίτι μου, και δεν είναι πολλά, είναι οι κατσαρίδες. Έχω αυτές τις μικρές κόκκινες που συναντάς στις παλιές οικοδομές, αυτές που ξέρεις ότι όσο και να καθαρίσεις θα συνεχίσουν να' ρχονται γιατί βγαίνουν απ' την αποχέτευση ή κάτι τέτοιο. Σήμερα το πρωί -πρωί με την κακή έννοια, πρωί όπως λέμε θα είχα πάρει την κουβέρτα μου μαζί μου αν μπορούσα- κάθομαι με το κεφάλι ριγμένο πίσω και παρατηρώ σα χαζός τέσσερεις-πέντε βαρβάτους μπάσταρδους να αράζουν σε διαφορετικά σημεία στον χώρο ανάμεσα στο μπάνιο και την κουζίνα, τις αγαπημένες τους περατζάδες. Και να που νόμιζα ότι είχαμε κάνει ανακωχή για τον χειμώνα, οι άτιμοι κοιτάνε να κάνουν αποικίες. Ένας απ' τους καριόληδες πετάει αγριεμένος προς το μέρος μου, το αίμα αναστέλλει προσωρινά τα δρομολόγια του και συνεχίζει μουδιασμένο το δρόμο του. Αν ήταν μια πραγματικά μεγάλη κατσαρίδα, θα ήταν το πιο τρομαχτικό πράγμα στον κόσμο. Διάολε, είναι πολύ πρωί για τέτοια.

    Και είναι ένα δύσκολο πρωί. Είχα περίπου πέντε ώρες ύπνο μετά την εκπομπή στον 1431, πέντε ώρες απ' αυτόν τον σκάρτο ύπνο που έρχεται και φεύγει, αφήνει όνειρα σα βιαστικά πηδήματα και ποτέ δε σε χορταίνει ή σε ξεκουράζει εντελώς. Το χειρότερο απ' όλα είναι ότι όταν χτυπάει το τελευταίο ξυπνητήρι δεν κοιμάμαι καν, είμαι ανάμεσα στους ύπνους-δείγμα δωρεάν και δεν έχω καμιά δικαιολογία να μη συρθώ μέχρι το μπάνιο. Αφού εκτοξεύσω μερικά παπούτσια στον εχθρό για να μην ξεχνιόμαστε πρέπει οπωσδήποτε να κλέψω δυο τελευταίες στιγμές αγκαλίτσας και τρυφεράδας με την κουβέρτα μου- αυτή η κρυάδα της νύστας δε φεύγει από πάνω σου με τίποτα.

    Έξω, το πρωινό κρύο δε βοηθάει. Όλοι ξέρετε αυτό το συγκεκριμένο είδος κρύου, το κρύο που κάνει ντου στις αισθήσεις πάνω που τις καλόμαθες με απαλά και ζεστά πράγματα, το κρύο που κάνει το δέρμα σου να τεντώνει σα νάιλον γύρω από αρθρώσεις που σκούζουν, το πούστικο είδος κρύου, που σε χτυπάει όταν είσαι ευάλωτος, χωρίς να το νοιάζει αν δεν έχεις πιει ακόμα τον καφέ σου. Ένα κρύο άσπρου ουρανού και μουντίλας. Σκέφτομαι τη μιάμιση ώρα σημειώσεων που έχω μπροστά μου- δε με παίρνει ν' αργήσω. Τουλάχιστον να χω φάει κάτι- την προηγούμενη φορά είχα μόνο τις τσίμπλες μου και μια μαύρη τρύπα για στομάχι και ήθελα να πεθάνω. Σκατά, το μπουγατσάδικο έχει ουρά. Θα φάω πρώτα αυτή και βλέπουμε.

    Ξέρω τί θα γίνει μετά. Όσο περιμένω τη σειρά μου, αυτό το συγκεκριμένο δέρμα και αρθρώσεις , βρίσκοντας σε μια στιγμή αδυναμίας τον εγκέφαλο (που είναι μέχρι στιγμής πολύ απασχολημένος να κρατάει τα βλέφαρα σηκωμένα και να συνηθίζει την όρθια στάση) θα απαιτήσουν με πάθος να επανεξεταστεί η ανάγκη για αναστολή των αδειών τους, με άλλα λόγια, γιατί δεν μπορούμε να' χουμε οκτώ με δώδεκα ώρες αγκαλιά με το λατρεμένο μαξιλάρι σα φυσιολογικοί υγιείς άνθρωποι. Στην πορεία θα ανατρέξω κάποια δυσάρεστα δεδομένα: Για αρχή, πως ανάλογα την διαχείριση του χρόνου, έχω μια μέρα με εφτά έως εννιά ώρες μάθημα, στην καλύτερη περίπτωση οι ίδιες ώρες που έκανα στο σχολείο. Έχω μια βδομάδα από την οποία σταδιακά θα μειώνονται οι ώρες που γεμίζουν με πράγματα που θέλω να κάνω, γιατί θα πρέπει να αδειάσουν οι ώρες με τα πράγματα που πρέπει να κάνω. Έχω ένα εξάμηνο που θα ήταν πήχτρα στα εργαστήρια και τις υποχρεωτικές εργασίες ακόμα κι αν δεν χρωστούσα τα κέρατα μου. Έχω ένα έτος στο οποίο θα πρέπει να στριμώξω τρία προγράμματα. Έχω μια σχολή το αντικείμενο της οποίας με ενδιαφέρει όσο με ενδιαφέρουν οι άσχημες γκόμενες της, μηδαμινές προοπτικές ισχυρής θέσης στην αγορά εργασίας, απορρόφησης σε κάποιον τομέα που με απασχολεί δημιουργικά ή έστω αποκόμισης ουσιαστικής γνώσης. Είναι οχτώμισι το πρωί και μου δίνουν το πολύσπορο κουλούρι ενώ ήθελα το δίπλα και απλά ρωτούσα για το γαμημένο πολύσπορο.

    Περπατάω για τη στάση μασουλώντας ξεραμένο μαύρο ψωμί, αναλογιζόμενος τη θέση μου στην καπιταλιστική μηχανή. Είναι ένας πικρός, μουρτζούφλης και δυσοίωνος δρόμος, αλλά τουλάχιστον το περπάτημα μου κάνει καλό. Ξεμπλοκάρει τους μύες και τις αρθρώσεις, ελευθερώνει την κίνηση. Χμμ, κάτι κινείται εδώ... Ξαφνικά το στομάχι είναι ένα χαρούμενο τζάκι που παράγει ενέργεια. Η αναπνοή μπαίνει στο παιχνίδι: Το κρύο κάνει ριφιφί απ τα ρουθούνια στον εγκέφαλο, οι τύποι εκεί πιάνουν δουλειά για τα καλά. Τράβα, φτιάξε, κάνε, δώσε, επανέλαβε: Ο ρυθμός με κάνει να νιώθω υγιής. Ξαφνικά το κρύο είναι ευεργέτης- ένας σκληρός κόουτς- παίρνει το σύστημα και από κει που σερνότανε το βάζει να μαρσάρει, όπως πρέπει να κάνει, αναγκάζοντας το να παράγει τη δικιά του θερμότητα, σε αρμονία με το φυσικό του περιβάλλον, εμπνέοντας μια χαρούμενη αποδοτικότητα, ρυθμός, κίνηση, υγεία, φρεσκάδα, δύναμη, αισιοδοξία, και το σύστημα κάνει κύκλους. Το κρύο με κάνει να νιώθω ζωντανός. Και το να νιώθω ζωντανός ήταν πάντα ένα θέμα.

    Και κάπου κει κάνω μια μεγάλη συνειδητοποίηση: Μ' αρέσει αυτό που τρώω. Το γεύμα μου, αν και υποτυπώδες, έχει μια ποιότητα: οι διάφοροι καρποί στην επιφάνεια κάνουν την κάθε μπουκιά ενδιαφέρουσα, το τυρί κρέμα στο εσωτερικό του δίνει μια ευχάριστη, ιδιάζουσα γεύση.

    Όταν φτάνω στη στάση είμαι έτοιμος. Το ζάρι έχει προσγειωθεί στη σωστή μεριά. Μπορώ να νικήσω αυτές τις μαλακίες, μπορώ να επιβιώσω τη σκατοκαταιγίδα. Το μόνο που χρειάζομαι τώρα είναι μια καλή μουσική για να επιβιώσω και το αστικό. Ποιο κομμάτι του παζλ να επιλέξω σήμερα? Το υποσχόμενο ντεμπούτο των Planet Of Zeus? Κάποιο απ τα καλά δεύτερα των Sabbath? Ή μήπως κάτι πιο εναλλακτικό... το καινούριο A Place to Bury Strangers ας πούμε?

    Ψάχνω τις τσέπες μου για το ipod μου. Θα είναι μια καλή, γεμάτη μέρα, γεμάτη αγώνα. Αλλά μισό... πού σκατά είναι το ipod μου?

    Σκατά. Είναι ακόμα στο σακάκι μου, το είχα πάρει χθες μαζί μου για να τσοντάρω μουσική στο ραδιόφωνο.

    Σκατά. Σκατά, σκατά, σκατά, σκατά, σκατά, σκατά, σκατά, σκατά, σκατά, σκατά, σκατά, σκατά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αποψάρα: